κυβερνάται

κυβερνάται
κυβερνά̱τᾱͅ , κυβερνήτης
steersman
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυβερνᾶται — κυβερνάω steer pres subj mp 3rd sg κυβερνάω steer pres ind mp 3rd sg κυβερνήτης steersman masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνᾶτ' — κυβερνᾶτε , κυβερνάω steer pres imperat act 2nd pl κυβερνᾶτε , κυβερνάω steer pres subj act 2nd pl κυβερνᾶτε , κυβερνάω steer pres ind act 2nd pl κυβερνᾶται , κυβερνάω steer pres subj mp 3rd sg κυβερνᾶται , κυβερνάω steer pres ind mp 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • εύαρκτος — εὔαρκτος, ον (Α) (για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρκτος (< άρχω), πρβλ. άν αρκτος, δύσ αρκτος] …   Dictionary of Greek

  • εύαρχος — εὔαρχος, ον (Α) 1. αυτός που κυβερνά καλά 2. αυτός που κυβερνάται εύκολα 3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.) 4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρχος (<… …   Dictionary of Greek

  • εύνομος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρχιτέλη, υπηρετούσε στο τραπέζι του Οινέα, όταν εκεί ήταν φιλοξενούμενος ο Ηρακλής. Επειδή έχυσε από απροσεξία του το νερό στα χέρια του ήρωα, ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα ράπισμα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • χριστόνομος — ον, Μ εκκλ. αυτός που κυβερνάται από τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + νομος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”